προφορά
[profoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ausspracheθηλυκό | Femininum, weiblich fπροφορά γλωσσAkzentαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροφορά γλωσσπροφορά γλωσσ