„προτιμώ“: μεταβατικό ρήμα προτιμώ [protiˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vorziehen, lieber mögen vorziehen, lieber mögen προτιμώ προτιμώ ejemplos προτιμώ να κάνω κάτι etwas lieber tun προτιμώ να κάνω κάτι θα προτιμούσα να μείνω εδώ ich bleibe lieber hier θα προτιμούσα να μείνω εδώ θα προτιμούσα μια μπύρα ich möchte lieber ein Bier, ich trinke lieber ein Bier θα προτιμούσα μια μπύρα