προσωρινώς
[prosoriˈnos]επίρρημα | Adverb advVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorläufigπροσωρινώςπροσωρινώς
ejemplos
- προσωρινώς κρατούμενηθηλυκό | Femininum, weiblich fUntersuchungsgefangeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προσωρινώς κρατούμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUntersuchungsgefangenerαρσενικό | Maskulinum, männlich m