„προσχωρώ“: αμετάβατο ρήμα προσχωρώ [prosxoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beitreten beitreten (σεδοτική | Dativ dat) προσχωρώ σε ένα κόμμα, σε μια οργάνωση προσχωρώ σε ένα κόμμα, σε μια οργάνωση