„προστάζω“: μεταβατικό ρήμα προστάζω [prosˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -γμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) befehlen befehlen (κάποιον να jemandem zu …) προστάζω προστάζω