„προσοδοφόρος“ προσοδοφόρος [prosoðoˈforos], προσοδοφόρα, προσοδοφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rentabel rentabel προσοδοφόρος προσοδοφόρος