προσιτός
[prosiˈtos], προσιτή, προσιτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- umgänglich, zugänglichπροσιτόςπροσιτός
- erschwinglichπροσιτός τιμήπροσιτός τιμή