προσθέτω
[prosˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-θεσα; -τέθηκα; -τεθειμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hinzufügenπροσθέτω συμπληρώνωπροσθέτω συμπληρώνω
- προσθέτω σε φαγητό
- addierenπροσθέτω μαθηματικά | Mathematikμαθπροσθέτω μαθηματικά | Mathematikμαθ