„προπαρασκευές“: πληθυντικός θηλυκού προπαρασκευές [proparaskjeˈves]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Anstalten Anstaltenπληθυντικός | Plural pl προπαρασκευές προπαρασκευές