προκύπτω
[proˈkjipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-έκυψα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hervorgehen (από aus)προκύπτω βγαίνω ως συμπέρασμαπροκύπτω βγαίνω ως συμπέρασμα
- entstehenπροκύπτω δημιουργούμαιπροκύπτω δημιουργούμαι
- sich ergeben, sich herausstellen, folgenπροκύπτω αποδεικνύομαιπροκύπτω αποδεικνύομαι