προκριματικός
[prokrimatiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, προκριματική, προκριματικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- προκριματική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fVorrundengruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προκριματικός αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAusscheidungskampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mAusscheidungsspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προκριματικός γύροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mQualifikationsrundeθηλυκό | Femininum, weiblich fVorrundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
προκριματικός
[prokrimatiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Qualifyingουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροκριματικός για αγώνες αυτοκινήτωνπροκριματικός για αγώνες αυτοκινήτων