προβληματικός
[provlimatiˈkos], προβληματική, προβληματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- problematischπροβληματικόςπροβληματικός
ejemplos
- προβληματική ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fProblemzoneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προβληματικό παιδίουδέτερο | Neutrum, sächlich nProblemkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n