„προάγω“: μεταβατικό ρήμα προάγω [proˈaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) befördern befördern προάγω υπάλληλο προάγω υπάλληλο