„πριγκιπικός“ πριγκιπικός [priŋgjipiˈkos], πριγκιπική, πριγκιπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) fürstlich fürstlich πριγκιπικός πριγκιπικός