πρησμένος
[prizˈmenos], πρησμένη, πρησμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- geschwollen, dickπρησμένοςπρησμένος
- aufgedunsenπρησμένος φουσκωμένοςπρησμένος φουσκωμένος
- verquollenπρησμένος μάτιαπρησμένος μάτια