„πρεσβύωπας“: αρσενικό και θηλυκό πρεσβύωπας [prezˈviopas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Weitsichtige Weitsichtige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f πρεσβύωπας πρεσβύωπας