πραγματοποίηση
[paɣmatoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verwirklichungθηλυκό | Femininum, weiblich fπραγματοποίησηπραγματοποίηση
- Durchführungθηλυκό | Femininum, weiblich fπραγματοποίηση αποπεράτωσηπραγματοποίηση αποπεράτωση
- Erfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fπραγματοποίηση επιθυμίαςπραγματοποίηση επιθυμίας