„πουλερικά“: πληθυντικός ουδετέρου πουλερικά [puleriˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Geflügel Geflügelουδέτερο | Neutrum, sächlich n πουλερικά πουλερικά