„πορτρέτο“: ουδέτερο πορτρέτο [porˈtreto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Porträt, Bildnis Porträtουδέτερο | Neutrum, sächlich n πορτρέτο Bildnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n πορτρέτο πορτρέτο