„πονώ“: μεταβατικό ρήμα πονώ [poˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -εσα; -εμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wehtun wehtun πονώ προκαλώ πόνο, κ. ψυχικό πονώ προκαλώ πόνο, κ. ψυχικό ejemplos με πονάει το κεφάλι μου mein Kopf tut mir weh με πονάει το κεφάλι μου „πονώ“: αμετάβατο ρήμα πονώ [poˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -εσα; -εμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schmerzen, Schmerzen haben schmerzen πονώ πληγή, κάταγμα πονώ πληγή, κάταγμα Schmerzen haben πονώ αισθάνομαι πόνο πονώ αισθάνομαι πόνο ejemplos πού σε πονάει; wo tut es dir weh? πού σε πονάει;