„πολλαπλάσιος“ πολλαπλάσιος [polaˈplasios], πολλαπλάσια, πολλαπλάσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vielfach vielfach πολλαπλάσιος πολλαπλάσιος