πολεμική
[polemiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Polemikθηλυκό | Femininum, weiblich fπολεμικήπολεμική
- Kriegskunstθηλυκό | Femininum, weiblich fπολεμική στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπολεμική στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ