„πνοή“: θηλυκό πνοή [pnoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hauch, Atem Hauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πνοή ανέμου, αναπνοή πνοή ανέμου, αναπνοή Atem(zug)αρσενικό | Maskulinum, männlich m πνοή αναπνοή πνοή αναπνοή ejemplos πνοή ανέμου Windhauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πνοή ανέμου