πνευματικός
[pnevmatiˈkos], πνευματική, πνευματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- geistigπνευματικόςπνευματικός
ejemplos
- πνευματική αναπηρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fgeistige Behinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- πνευματική διαταραχήθηλυκό | Femininum, weiblich fGeistesstörungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos