„πληγή“: θηλυκό πληγή [pliˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wunde, Plage Wundeθηλυκό | Femininum, weiblich f πληγή τραύμα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πληγή τραύμα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Plageθηλυκό | Femininum, weiblich f πληγή συμφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πληγή συμφορά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ejemplos πληγή στο κεφάλι Kopfwundeθηλυκό | Femininum, weiblich f πληγή στο κεφάλι