„πλαισιώνω“: μεταβατικό ρήμα πλαισιώνω [plesiˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einrahmen, umrahmen einrahmen πλαισιώνω φωτογραφία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πλαισιώνω φωτογραφία, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ umrahmen πλαισιώνω περιβάλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πλαισιώνω περιβάλλω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ