πλήρωμα
[ˈpliroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fπλήρωμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | LuftfahrtαεροπBesatzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλήρωμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροππλήρωμα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
ejemplos
- πλήρωμα αεροσκάφουςFlugpersonalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πλήρωμα αντιαρματικούPanzerbesatzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλήρωμα καμπίνας αεροσκάφουςFlugzeugbesatzungθηλυκό | Femininum, weiblich f