πλάγιος
[ˈplajios], πλάγια, πλάγιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schrägπλάγιος λοξόςπλάγιος λοξός
- seitlichπλάγιος παράπλευροςπλάγιος παράπλευρος
- indirektπλάγιος έμμεσοςπλάγιος έμμεσος
- kursivπλάγιος τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρπλάγιος τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ
ejemplos
-
- Seitenlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Schrägschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos