„πιπερώνω“: μεταβατικό ρήμα πιπερώνω [pipeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) pfeffern pfeffern πιπερώνω πιπερώνω