„πικάντικος“ πικάντικος [piˈkandikos], πικάντικη, πικάντικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) pikant, würzig pikant, würzig πικάντικος πικάντικος