πιθανός
[piθaˈnos], πιθανή, πιθανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wahrscheinlichπιθανόςπιθανός
- mutmaßlich.πιθανός φερόμενος ωςπιθανός φερόμενος ως
ejemplos
- πιθανή χρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich fVerwendungsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f