„πια“: επίρρημα πια [pja]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) mehr, schon, endlich mehr πια πλέον πια πλέον schon πια κιόλας πια κιόλας endlich πια επιτέλους πια επιτέλους ejemplos κοιμήσου πια! schlaf endlich! κοιμήσου πια! όχι πια nicht mehr όχι πια