„πιάτο“: ουδέτερο πιάτο [ˈpjato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Teller, Gang, Gericht Tellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιάτο πιάτο Gangαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιάτο φαγητό Gerichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιάτο φαγητό πιάτο φαγητό ejemplos κρύο πιάτο kalte Platteθηλυκό | Femininum, weiblich f κρύο πιάτο ρηχό/βαθύ πιάτο flacher/tiefer Tellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ρηχό/βαθύ πιάτο πιάταπληθυντικός | Plural pl Essgeschirrουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιάταπληθυντικός | Plural pl πιάτο γλυκού Desserttellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιάτο γλυκού πιάτο ημέρας Tagesgerichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n Tagesmenüουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιάτο ημέρας πιάτο σαλάτας Salattellerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πιάτο σαλάτας ocultar ejemplosmostrar más ejemplos