„πετυχημένος“ πετυχημένος [petiçiˈmenos], πετυχημένη, πετυχημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gelungen, treffend gelungen πετυχημένος περιγραφή, διακόσμηση πετυχημένος περιγραφή, διακόσμηση treffend πετυχημένος απάντηση πετυχημένος απάντηση