„πετσί“: ουδέτερο πετσί [peˈtsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Haut, Kruste Hautθηλυκό | Femininum, weiblich f πετσί πετσί Krusteθηλυκό | Femininum, weiblich f πετσί επιδερμίδα πετσί επιδερμίδα ejemplos είναι πετσί και κόκαλο er ist nur noch Haut und Knochen είναι πετσί και κόκαλο