„περιτρέχω“: μεταβατικό ρήμα περιτρέχω [periˈtrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) durchwandern durchwandern περιτρέχω περιτρέχω