„περισυλλογή“: θηλυκό περισυλλογή [perisiloˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bergung, Besinnung, Reflexion Bergungθηλυκό | Femininum, weiblich f περισυλλογή θυμάτων, νεκρών περισυλλογή θυμάτων, νεκρών Besinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f περισυλλογή περίσκεψη Reflexionθηλυκό | Femininum, weiblich f περισυλλογή περίσκεψη περισυλλογή περίσκεψη