περιστασιακός
[peristasiaˈkos], περιστασιακή, περιστασιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gelegentlich.περιστασιακόςπεριστασιακός
ejemplos
- περιστασιακή εργάτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fGelegenheitsarbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιστασιακή καπνίστριαθηλυκό | Femininum, weiblich fGelegenheitsraucherinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιστασιακή πελατείαθηλυκό | Femininum, weiblich fLaufkundschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos