„περιπλάνηση“: θηλυκό περιπλάνηση [periˈplanisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Irrfahrt Irrfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f περιπλάνηση περιπλάνηση