„περιζήτητος“ περιζήτητος [periˈzititos], περιζήτητη, περιζήτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) begehrt, gefragt begehrt, gefragt περιζήτητος περιζήτητος