„περιέργεια“: θηλυκό περιέργεια [periˈerjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Neugier Neugier(de)θηλυκό | Femininum, weiblich f περιέργεια περιέργεια ejemplos σκάω από την περιέργεια vor Neugier platzen σκάω από την περιέργεια