„περίχωρα“: πληθυντικός ουδετέρου περίχωρα [peˈrixora]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Umgebung, Umland Umgebungθηλυκό | Femininum, weiblich f περίχωρα Umlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n περίχωρα περίχωρα