„περίπολος“: θηλυκό περίπολος [peˈripolos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Streife Streifeθηλυκό | Femininum, weiblich f περίπολος περίπολος ejemplos περίπολος αναγνωρίσεως Spähtruppαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίπολος αναγνωρίσεως