„πελεκούδι“: ουδέτερο πελεκούδι [peleˈkuði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Span Spanαρσενικό | Maskulinum, männlich m πελεκούδι πελεκούδι