πεζός
[peˈzos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fußgängerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεζόςπεζός
- Infanteristαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεζός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπεζός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ