παχυσαρκία
[paçisarˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Fettsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fπαχυσαρκία ιατρική | MedizinιατρÜbergewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαχυσαρκία ιατρική | Medizinιατρπαχυσαρκία ιατρική | Medizinιατρ