„παραπονετικός“ παραπονετικός [paraponetiˈkos], παραπονετικη, παραπονετικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) klagend klagend παραπονετικός παραπονετικός