„παραποίηση“: θηλυκό παραποίηση [paraˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Verfälschung Verfälschungθηλυκό | Femininum, weiblich f παραποίηση γεγονότων, αλήθειας παραποίηση γεγονότων, αλήθειας