παραμερίζω
[parameˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- beiseitelegen, weglegenπαραμερίζω αντικείμενοπαραμερίζω αντικείμενο
- beseitigenπαραμερίζω απομακρύνω, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαραμερίζω απομακρύνω, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- verdrängen, zurücksetzenπαραμερίζω παραγκωνίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαραμερίζω παραγκωνίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
παραμερίζω
[parameˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- παραμερίζω τραβιέμαι στην άκρη
- ausweichen, zurücktreten, beiseitetretenπαραμερίζω υποχωρώπαραμερίζω υποχωρώ