„παραγωγικός“ παραγωγικός [paraɣojiˈkos], παραγωγική, παραγωγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) produktiv produktiv παραγωγικός παραγωγικός ejemplos παραγωγική κατάληξηθηλυκό | Femininum, weiblich f Nachsilbeθηλυκό | Femininum, weiblich f παραγωγική κατάληξηθηλυκό | Femininum, weiblich f